Εκδήλωση ” Τιμής και μνήμης για την 106η επέτειο απελευθέρωσης του Σιδηροκάστρου στις 27 Ιουνίου 1913″
πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο της Ι. Μητροπόλεως Θασ/νικης από τον Σύλλογο των εν Θεσ/νικηΣιδηροκαστρινών και Περιχώρων «ΤΟ ΡΟΥΠΕΛ».Η πρόεδρος του Συλλόγου κ Βασιλική Σπάση Παπαγεωργίου, αφού ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Θες/νίκης για την διευκόλυνση της εκδήλωσης, τον Δήμο Σιντικής,την Περιφέρεια και τον κ Τζιτζικώστα, την αντιπεριφέρεια Σερρών, καθώς και για την παρουσία τους, όλων όσοι παρά τις δυσμενείς συνθήκες προσήλθαν, δήλωσε πως η εκδήλωση αυτή δεν πραγματοποιείται απλά για να ακουστούν ξανά ιστορικά στοιχεία γνωστά , αλλά ούτε και να αναμοχλευθούν πάθη και μίση με την δημιουργία συναισθηματικής φόρτισης και εντυπωσιασμού. Πραγματοποιείται επειδή -πιστεύουμε είπε, ότι η απόδοση τιμής και μνήμης στους ήρωες προγόνους μας αποτελεί Ιερό Καθήκον και Χρέος μας, σύμφωνα με τον Ελληνικό πολιτισμό μας από την αρχαιότητα. Παράλληλα κομίζουμε το γνωστικό μας υπόβαθρο, για την διαμόρφωση ορθής κρίσης και για την ερμηνεία όσων σημβαίνουν γύρω μας σήμερα. Η
εκδήλωση περιελάμβανε -Επιμνημόσυνη Δέηση για τους πεσόντες, την οποία πραγματοποίησε ο πατήρ Ευσέβιος καθώς και ομιλία με Θέμα “Χρέος Μνήμης και Μνήμη Χρέους” Οδός Κωνσταντίνου Μελενίκου-ο δρόμος έχει τη λαμπρή του ιστορία” που εκφώνησε η Ομιλήτρια κ Αικατερίνη Κουμλίδου Φιλόλογος- Συγγραφέας . Μετά την ομιλία αναγνώστηκαν τα ονόματα των ηρώων από την κ Ευδοκία-
Καλαφατοπούλου Φουρτούνα και κρατήθηκε ενός λεπτού Σιγή. Η υπέροχη Σοπράνο Κατερίνα Μακρή τέλος, μας χάρισε στιγμές αναπόλησης με τα υπέροχα τραγούδια που ερμήνευσε,συνοδευόμενη στο πιάνο από την εξαίρετη ΒαλέριαΧαριτίδου,. Η πρόεδρος του Συλλόγου κ Βασιλική Σπάση απένειμε “Τιμής Ένεκεν” πλακέτες στην κ Κουμλίδου καθώς και στην κ Μακρή για την πρόθυμη
συμμετοχή τους στην εκδήλωση της 106ης επετείου της απελευθέρωσης του Σιδηροκάστρου. Στον εξωτερικό χώρο υπήρξε μικρή έκθεση παλιών φωτογραφιών από το Σιδηρόκαστρο
Η εκδήλωση έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο . «Ύψιστο καθήκον και διαρκές χρέος μας», όπως πολύ σωστά αναφέρουν και η κ Κουμλίδου ( απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Περικλή)καθώς και η κ Βασιλική Σπάση Παπαγεωργίου, είναι«να
αποδίδεται αυτή η τιμή της μνημόνευσης στους προγόνους μας».Θεωρώ λοιπόν πως είναι πολύ σημαντικό να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από την την διδακτική καιπλουσιότατη σε πληροφορίες για την εποχή εκείνη, ομιλία της κ Κουμλίδου Αικατερίνης.
Τα όσα στοιχεία παραθέτει η κ Κουμλίδου προέρχονται από το αρχείο της οικογένειας Κουμλίδη -Τζιερόπουλου Κωνσταντίνου Μελενίκου, ο δρόμος έχει την λαμπρή του ιστορία…..
Χρέος μνήμης και μνήμη χρέους.
Καλησπέρα σας Κυρίες και Κύριοι,
Ευχαριστώ την πρόεδρο και το Δ.Σ. του Συλλόγου για την πρόσκληση να μιλήσω στη σημερινή εκδήλωση μνήμης και τιμής των σφαγιασθέντωνΣιδηροκαστρινών αλλά και των φονευθέντων στρατιωτών, που θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της περιοχής του Σιδηροκάστρου το 1913. Επιδίωξή μας απόψε θα είναι η ιστορική ανάδειξη των απόψεων όλων των πλευρών. Από το σημείο όμως της παρουσίασης των γεγονότων μέχρι την σύγχυση μεταξύ θύματος και θύτη, η απόσταση είναι ελάχιστη και αυτόν τον κίνδυνο οφείλουμε να τον καταπολεμάμε συνεχώς.
Στην Θεσσαλονίκη, ο δρόμος, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Φιλοσοφική Σχολή, ο πιο γνωστός πεζόδρομος της πόλης, η γνωστή Κωνσταντίνου Μελενίκου, είναι εκεί για να μας θυμίζει την θυσία του τελευταίου ιεράρχη της Μητρόπολης Μελενίκου – ΔεμίρΙσάρ (Σιδηροκάστρου), του Κωνσταντίνου Ασημιάδη. Ελάχιστοι, όμως, συσχετίζουν το όνομά της με τον Μητροπολίτη και τα ιστορικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν τότε κατά την απελευθέρωσή του το 1913. Η ονοματοδοσία της, χρονολογείται αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, κατά την διαδικασία μετονομασίας των οδών της πόλης από την τουρκική γλώσσα στην ελληνική, λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε στο πανελλήνιο η σφαγή του μητροπολίτη Μελενίκου. Έτσι η οδός από την τουρκική ονομασία της Πόρτα ΚαπίΤσεσμεσίΤάμπια (PortaKapiCesmesi, Tabya) της οθωμανικής περιόδου μετονομάστηκε σε Κωνσταντίνου Μελενίκου.
Ποιος όμως ήταν ο Μητροπολίτης Μελενίκου; Ο Κωνσταντίνος Ασημιάδης, γεννήθηκε το 1872 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Εισήλθε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου και αποφοίτησε αριστούχος το 1902. Αρχικά, υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος και αργότερα ως Πρωτοσύγκελος στην Μητρόπολη Νικομήδειας της Μ. Ασίας. Τον Απρίλη του 1908 χειροτονήθηκε Επίσκοπος, με τον τίτλο Χαριουπόλεως, και υπηρέτησε στην Μητρόπολη. Τη χειροτονία του τέλεσε ο Μητροπολίτης Νικομήδειας, Φιλόθεος Βρυέννιος, καταγόμενος από τις Σέρρες. Μαθήτευσε δίπλα του και για την επιτυχή πορεία του προήχθη το 1910 σε Μητροπολίτη και μετά την παραίτηση του Φιλόθεου εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 1911, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνήλθε για να αποφασίσει την πλήρωση του χηρεύοντος θρόνου του Μελενίκου. Στην απόφαση της έπαιξε ρόλο η επιστολή των Μελενικίων, οι οποίοι γνωρίζοντας τις ανάγκες της περιοχής τους, ζητούσαν να προτιμηθεί ο επίσκοπος Κωνσταντίνος, ως ο πλέον κατάλληλος.
Βρισκόμαστε στην εποχή που η εκκλησία από την εθναρχία περνά στην εθνική ιδεολογία, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα στη Μακεδονία από μητροπολίτες, απόφοιτους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, όπως ο Κωνσταντίνος Ασημιάδης, και οι οποίοι αναλαμβάνουν δράσεις στις περιοχές τους για την ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας του ποιμνίου τους μέσα από αρμοδιότητες που τους καθιστούσαν θρησκευτικούς και πολιτικούς αρχηγούς, και οι οποίοι αγωνίζονται για τον Ελληνισμό. Έναν τέτοιον αρχιερέα το Δεκέμβριο του 1911 εξέλεξε το Πατριαρχείο στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Ασημιάδη, και στις 11 Ιανουαρίου του 1912, ο «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης, δημοσιοποίησε την εκλογή του, η οποία και προκάλεσε ικανοποίηση στους κατοίκους, επειδή ήταν άξιος να ποιμάνει το ακρότατο αυτό τμήμα της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, όπου οργίαζε η βουλγαρική προπαγάνδα και η τουρκική αυθαιρεσία. Πληροφορίες για την έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή είχε ο Κωνσταντίνος, από τον Μελενίκιο διευθυντή της Σχολής Κουβουκλίων Προύσσης, Θεοφάνη Συββόπουλο.
Ο Κωνσταντίνος, αφού του χορηγήθηκε το τελευταίο «βεράτι» σε μητροπολίτη, που εκδόθηκε από τον Σουλτάνο, κατά την περίοδο των Νεότουρκων, έφτασε στην εμπερίστατη Μητρόπολη, έδρα της οποίας υπήρξε το Μελένικο, αλλά κατά τους χειμερινούς μήνες ζούσε στο Σιδηρόκαστρο, από όπου εκτελούσε τα καθήκοντά του.
Οι Βούλγαροι συντεταγμένα την περίοδο αυτή προσπαθούσαν να αλλοιώσουν την εθνική συνείδηση και ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής και εξανάγκαζαν δια της βίας τα χωριά που ανήκαν στην δικαιοδοσία της Μητρόπολης και στο Πατριαρχείο να υπαχθούν στην Βουλγαρική Εξαρχία επιβάλλοντας την χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στις ακολουθίες των ναών και απαγορεύοντας την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία.
Ο Κωνσταντίνος Ασημιάδης, εργάσθηκε εναντίον του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού προπαγανδιστικού έργου των Βουλγάρων. Για την εκκλησιαστική, πατριωτική και εκπαιδευτική δράση του έγινε μισητός στους Βούλγαρους, οι οποίοι θεωρώντας τον εμπόδιο των προπαγανδιστικών τους σχεδίων τον κατέταξαν στον πίνακα των προγραμμένων για θάνατο, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν ο υποκινητής της προσπάθειας καταστολής της βουλγαρικής εξουσίας, καθώς και ο δημιουργός του ελληνικού αντάρτικου σώματος της περιοχής.
Οι βαριές ήττες του βουλγαρικού στρατού όμως, καθώς και η πληροφορία για την προέλαση και τις νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού στο Κιλκίς, τον Λαχανά και την Δοϊράνη τους εξέτρεψαν σε πρωτοφανείς πράξεις εκδίκησης εναντίον του άμαχου ελληνικού πληθυσμού και σε λεηλασίες οικιών και καταστημάτων. Βούλγαροι στρατιώτες και αξιωματικοί του 12ου και 21ουσυντάγματος τις τρεις τελευταίες μέρες πριν την απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου, είχαν την βεβαιότητα ότι σφάζοντας, βανδαλίζοντας, ατιμώνοντας και λεηλατώντας, θα έκαμπταν το ηθικό των κατοίκων αλλά και την νικηφόρα ορμή του Ελληνικού στρατού.
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, απέφευγε να τους προκαλεί με την παρουσία του στην πόλη και παρέμενε στην οικία του μαζί με την μητέρα του και την αδελφή του. Το απόγευμα της Τρίτης της 25ης Ιουνίου του 1913 με τον Θωμά Παπαχαριζάνο, Λογοθέτη της Επαρχίας Μελενίκου, παρακολουθούσαν από το παράθυρο όσα έκτροπα συνέβαιναν στην πόλη. Κατά τις 9 το βράδυ ακούστηκαν φωνές στρατιωτών, οι οποίοι απαιτούσαν ο Μητροπολίτης να τους ανοίξει για να ερευνήσουν, αν υπήρχε οπλισμός εντός της οικίας. Ο Μητροπολίτης, δια του Θωμά Παπαχαριζάνου αρνήθηκε τα περί οπλισμού, αλλά οι στρατιώτες διέρρηξαν την πόρτα, και έξι από αυτούς ανέβηκαν στον πάνω όροφο, αφού πρώτα έκαναν σωματική έρευνα στους δύο άνδρες. Αναποδογύρισαν τα πάντα και μη βρίσκοντας όπλα, τους διέταξαν να τους ακολουθήσουν στον αστυνομικό σταθμό. Επικεφαλής τους ήταν ο αστυνόμος Νικήτας Μιλίγκωφ και ο υπολοχαγός ΆγγελΝτιμίτριΜποσνάκωφ του 21ου βουλγαρικού πεζικού συντάγματος.
Ο Μητροπολίτης οδηγήθηκε στην πλατεία Καρά Αγάνη, έξω από την πόλη. Όλοι οι στρατιώτες, ο ένας μετά τον άλλον αφού τον λόγχισαν στα πλευρά και στο κεφάλι, τον ποδοπάτησαν και του αφήρεσαν το ρολόι και το εγκόλπιό του, ενώ του πήραν και το εξωτερικό του ράσο. Έπειτα τον έσυραν προς το λάκκο της «καιόμενης ασβέστου», που υπήρχε στον περίβολο της προς αποπεράτωση βουλγαρικής σχολής, κομμάτιασαν το σώμα του, έβγαλαν τους οφθαλμούς του και τους έριξαν στο λάκκο της ασβέστου. Μαζί με τον Μητροπολίτη, μαρτυρικό θάνατο βρήκε ο Θωμάς Παπαχαριζάνος, ο οποίος, αφού λογχίστηκε, έπεσε νεκρός από συγκοπή.
Αργότερα οι στρατιώτες επέστρεψαν στην επισκοπική κατοικία, άρπαξαν τα άμφιά του, δύο μίτρες, έναν αδαμάντινο σταυρό, ένα επίχρυσο Ευαγγέλιο, πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, 40 λίρες, που είχε στο γραφείο του, καθώς και τις 240 λίρες, οικονομίες της αδελφής του, την οποία αναζητούσαν για να την συλλάβουν. Αυτή, όμως παρέμεινε κρυμμένη στην οροφή γειτονικής οικίας μέχρι την αποχώρηση τους.
Την επομένη ημέρα, ο υπολοχαγός Μποσνάκωφ κάλεσε τους πολίτες να ανοίξουν τα καταστήματά τους, επειδή ο πόλεμος τελείωσε και επήλθε δήθεν ειρήνη. Προσήλθαν 250 άνδρες και γυναίκες που περικυκλώθηκαν από τον βουλγαρικό στρατό και από αυτούς πάνω από εκατό σφαγιάσθηκαν ως δήθεν στασιαστές. Οι δεκάδες νεκροί έμειναν εκτεθειμένοι στους δρόμους μέχρι το απόγευμα της 26ης Ιουνίου, οπότε οι Βούλγαροι αγγάρεψαν Αθίγγανους για να τους πετάξουν στο βόθρο της βουλγαρικής σχολής, τον φρικώδη βόθρο, όπως καταγράφτηκε στον τύπο της εποχής.
Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1913, ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη στη Βέτρινα, το σημερινό Νέο Πετρίτσι εισήλθε στο ΔεμίρΙσάρ (Σιδηρόκαστρο), το απελευθέρωσε και κατέγραψε τους εκτελεσθέντες και τις υλικές ζημιές. Ο επικεφαλής του στρατού, ενημερώνοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο που έδρευε στο Γενικό Επιτελείο, σημείωνε μεταξύ άλλων στο τηλεγράφημα του: «Ο Βούλγαρος λοχαγός της χωροφυλακής ΜίκταΜιλεγκώφ με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων συνέλαβε τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον ιερέα Παπασταύρο, τον προύχοντα Θωμά Παπαχαριζάνο και πλέον των εκατό ομογενών, του οποίους και έκλεισε στον περίβολο της βουλγαρικής Σχολής.Όλους τη νύχτα της 25ης προς 26ης Ιουνίου (1913) Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν… Εκτός από τις σφαγές βίασαν και παρθένους….. Τα καταστήματα της πόλης καταστράφηκαν, καθώς και όλα τα σκεύη των σπιτιών των ομογενών..». Η αντίδραση του βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν άμεση προς το Υπουργείο Εξωτερικών. Στο τηλεγράφημά του σημείωνε: «…Διαμαρτυρηθείτε με εντολή μου, στους αντιπροσώπους των πολιτισμένων Δυνάμεων ….Οι Βούλγαροι επισκιάζουν όλες τις φρικαλεότητες των βαρβαρικών επιδρομών του παρελθόντος και αποδεικνύουν ότι δεν έχουν πια το δικαίωμα να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτισμένων λαών». Το πλήρες κείμενο δόθηκε στον ανταποκριτή των “Times” του Λονδίνου, ο οποίος έγραψε ότι το Δεμίρ – Ισάρ, το τελευταίο βουλγαρικό φρούριο στη Μακεδονία καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό. Για την τραγωδία του Σιδηροκάστρου σημείωσε επίσης στα «Απομνημονεύματά» του ο Θεόδωρος Πάγκαλος: «Μετά σύντομον εξέτασιν ανεύρον εν τω προαυλίω της Βουλγαρικής Σχολής λάκον, ο οποίος περιείχε άνω των 60 πτωμάτων…. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μητροπολίτης Μελενίκου. Εις έτερον τάφον επί αμμώδους εδάφους ήσαν περί τα 30 πτώματα, εν οις και δύο ιερείς της πόλεως. Περί τα 20 ακόμη πτώματα εύρομεν εις μεμονωμένους τάφους και τινά άταφα. Οι κάτοικοι με σπαρακτικούς θρήνους παρηκολούθουν την εκταφήν των οικείων των».
Τα γεγονότα επίσης, κατέγραψε, ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός». Σύμφωνα με τα έγραφα, την ειδησιογραφία και τις φωτογραφίες, που διασώζονται, ο ελληνικός στρατός έσκαψε το λάκκο και μπόρεσε να βγάλει μόνο οκτώ από τους νεκρούς. Τα υπόλοιπα σώματα αποτελούσαν μία μάζα, που δεν επέτρεπε την εκταφή. Στην συνέχεια οι νεκροί ξανά θάφτηκαν στην ίδια περιοχή σε ομαδικό τάφο. Οι φωτογραφίες που σώζονται από τον Γάλλο JeanneLeune, πολεμικό ανταποκριτή του Γαλλικού στρατού, έχουν τραβηχτεί από το σημείο που βρίσκεται σήμερα το Ηρώον, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα οστά των 100 και πλέον νεκρών, δεν ανασύρθηκαν ποτέ. Μάρτυρες των γεγονότων έγιναν επίσης οι ανταποκριτές του γαλλικού περιοδικού LES TEMPS, της γαλλικής εφημερίδος JOURNAL DES DEBATS, της L’ Illustration, της FIGARO και της LIBERTE, καθώς και των STANDARD του Λονδίνου, και της Ρωσικής ΟύτροΡόσιγιε. Ανταποκριτές των Τάιμς, του Κήρυκος της Νέας Υόρκης και της ΧέραλντΤρίμπιουν. Αναφορές έγιναν επίσης από τον ελληνικό στρατό, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στον ξένο τύπο. Η πρώτη αναφορά ήταν της 6ης μεραρχίας, η οποία δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα L’ Illustration. Ακολούθησε η αναφορά της 7ης μεραρχίας, την οποία επικύρωνε o Αγγλοκαναδός στρατιωτικός GeorgeBurdonMcKean.Ο διασωθείς παρά τα φρικτά μαρτύρια, που υπέστη, Γ. Τσαταλτζινός, υπήρξε πολύτιμος μάρτυρας για τα γεγονότα, καθώς και οι πληροφορίες των Αριστοτέλη Κώτσου, Κωνσταντίνου Αγγελίδη, του Γ. Στιβαρού δ/ντή της Αστικής Σχολής, των Χρ. Βασιλείου, Αν. Πούγγουρα, Θ. Κουρδούπαλου, του γιου του Θ. Παπαχαριζάνου, του μετέπειτα ιστορικού Δ. Κόκκινου, του Εμμ. Κουμλή, του Ραχμεντουλάχεφέντη, του Χατζή Ντεμίρεφέντη, του Χαλήλ, και του ιμάμη Σιδηροκάστρου. Η μάχη του ΔεμίρΙσσάρ, όπως έμεινε στην ιστορία, σηματοδότησε την απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου καθώς και την ενσωμάτωση της Ανατολικής Μακεδονίας στον εθνικό κορμό. Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου, η γαλανόλευκη υψώθηκε από τον ελληνικό στρατό στο βυζαντινό κάστρο του Σιδηροκάστρου.
Αν και πλέον οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις έχουν ομαλοποιηθεί με τη γείτονα μας Βουλγαρία, οι Βούλγαροι αρνούνται να αποδεχτούν ότι ένα τμήμα του άμαχου και άοπλου ελληνικού πληθυσμού του Σιδηροκάστρου σφαγιάστηκε από τμήμα του τακτικού βουλγαρικού στρατού. Για τη βουλγαρική ιστοριογραφία, δεν υπήρξε σφαγή, αλλά οι θάνατοι των πολιτών ήταν αποτέλεσμα συγκρούσεων μεταξύ του βουλγαρικού στρατού κατοχής με το ένοπλο ελληνικό αντάρτικο σώμα του Σιδηροκάστρου, που είχε δημιουργήσει και κατηύθυνε ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος. Κατά την βουλγαρική εκδοχή: «Κατά την διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, στις 25 και 26 Ιουνίου στο Σιδηρόκαστρο, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Επισκόπου Κωνσταντίνου, επιτέθηκαν κατά των Βουλγάρων στρατιωτών και πολιτών, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή στην οποία σκοτώθηκαν 250 Βούλγαροι και 71 Έλληνες, ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος Κωνσταντίνος». Στην εφημερίδα “EchodeBulgarie” της 13ης Ιουλίου διαβάζουμε για τα γεγονότα: «Όσον αφορά τις καταστολές στο Demir-Hissar, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης, υποκινούμενος από τον επίσκοπο Κωνσταντίνο, στασίασε. Ο πληθυσμός έκλεψε τα πυρομαχικά από τις βουλγαρικές στρατιωτικές αποθήκες, και τα αγαθά από τα βουλγαρικά σπίτια σκοτώνοντας πολλούς Βούλγαρους στρατιώτες. Οι επαναστάτες πήραν θέσεις μέσα και γύρω από την πόλη. Όταν η τάξη αποκαταστάθηκε, διαπιστώθηκε ότι κάποιοι πολίτες σκοτώθηκαν κρατώντας όπλα στα χέρια. Διεξήχθη έρευνα για τα γεγονότα και οι ηγέτες και οι ηθικοί αυτουργοί του κινήματος συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν». Διαπιστώθηκε ότι ο Έλληνας Μητροπολίτης ήταν ο επικεφαλής τους και ήταν ο άνθρωπος που έδωσε το παράδειγμα στους αντάρτες, ως ο πρώτος που πυροβόλησε από το παράθυρό του ενάντια στους στρατιώτες, που διέρχονταν από την επισκοπή. Επιπλέον, βρέθηκε ένα περίστροφο με σφαίρες στην κατοχή του. Προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα αυστηρά μέτρα που ελήφθησαν για την αποκατάσταση της τάξης, πρέπει να προσθέσουμε ότι τα προελαύνοντα ελληνικά στρατεύματα έκαψαν τα βουλγαρικά εξαρχικά χωριά πέριξ του Demir-Hissar και ο Μητροπολίτης συνελήφθη. Όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα υποχώρησαν στο φαράγγι του Ρούπελ, υπήρχε πανικός στο Demir-Hissar και μερικές βολές εκτοξεύτηκαν από την ελληνική συνοικία της πόλης, αλλά δεν υπήρξαν θύματα και η βουλγαρική διοίκηση παρέμεινε στην πόλη. Από τις 5 έως τις 9 Ιουλίου η πόλη ήταν σχετικά ήρεμη. Ο στρατηγός Στεφάνωφ επισκέφτηκε δύο φορές το ΔεμίρΙσάρ και δήλωσε ότι κανείς δεν του παραπονέθηκε για την κακή στάση των βουλγαρικών στρατευμάτων και των αξιωματούχων εναντίον του πληθυσμού».
Ασφαλώς, και δεν προκύπτει τόσο από τις ελληνικές όσο και από τις ξένες πηγές, πως η σφαγή στο Σιδηρόκαστρο ήταν αποτέλεσμα “αντάρτικου” που οργάνωσε ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος κατά των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής. Εξάλλου οι Βούλγαροι υπερείχαν σε οργανωμένο τακτικό στρατό, εγκαταστάσεις στρατιωτικές, προμήθειες και εξοπλισμό. Το Σιδηρόκαστρο ήταν το κέντρο ανεφοδιασμού της 2ηςστρατιάς τους υπό τον στρατηγό Ιβανώφ. Για τα γεγονότα υπάρχουν εκθέσεις – αναφορές και λεπτομερής καταγραφή τους από τον Μέραρχο Δελαγραμμάτικα προς το Γενικό Στρατηγείο Στρατού, από την Ελληνική Δημογεροντία του ΔεμίρΙσάρ προς την Επιτροπήν Διερεύνησης Βουλγαρικών Ωμοτήτων, από τους Πρόκριτους Μουσουλμάνους του ΔεμίρΙσάρ και από την έκθεση των Ελλήνων βουλευτών, που επισκέφτηκαν το Demir-Hissar αμέσως μετά, όπου περιέχονται λεπτομέρειες που αποκαθιστούν την αλήθεια.
Για καιρό το Σιδηρόκαστρο έκλαψε, μάτωσε, και ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του χάρη στους αγώνες των ανθρώπων του. Τα μνημεία είναι εκεί για να μας θυμίζουν την ιστορία του. Η κατασκευή του μνημείου προς τιμήν των σφαγιασθέντων άρχισε το 1920, επί δημαρχίας του Μελενίκιου Γεωργίου Μάνου και ολοκληρώθηκε το 1922. Τα ονόματά τους αναγράφηκαν στο Ηρώον. Μετά από πολλές περιπέτειες το Ηρώον στήθηκε το 1998 στο χώρο της θυσίας τους.
Όσα συνέβησαν στο Σιδηρόκαστρο, σε βάρος άοπλων πολιτών και μάλιστα ομόδοξων είναι αδιανόητα. Στόχος μας δεν είναι να αναμοχλεύσουμε παλιές έχθρες. Αποβλέπουμε στην ειρηνική συνύπαρξη, σύμφωνα πάντα με τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου,για να οικοδομήσουμε μια νέα εποχή που δεν στηρίζεται στη βαρβαρότητα, αλλά σε δημοκρατικές βάσεις του αμοιβαίου σεβασμού και της αδελφοσύνης των λαών. Εξάλλου ο ελληνικός πολιτισμός μας δεν επιζητεί εκδίκηση. Εμείς παραμένουμε με τις αναμνήσεις των διηγήσεων των προπατόρων και γεννητόρων μας και η θύμησή τους είναι πάντα χρέος,γιατί είναι η ιστορία μας και ασφαλώς πρέπει να αποτείουμε φόρο τιμής, μνημόνευσης και ευγνωμοσύνης σ’ αυτούς που έδωσαν ανυπολόγιστα και δυσανάλογα υψηλό φόρο αίματος για την αξιοπρέπεια του τόπου και για να ζούμε εμείς ελεύθεροι.Αυτό τα οφειλόμενο χρέος εκπληρώνουμε για μια ακόμη φορά σήμερα, κρατώντας ζωντανή την παρακαταθήκη τους. Η διατήρηση άσβεστης της μνήμης, για όλους εκείνους τους ανθρώπους μας είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε.
Επιτρέψτε με να κλείσω με τις σκέψεις του Θουκυδίδη που δια στόματος του Περικλή σημειώνει στον Επιτάφιό του: «Θα αρχίσω λοιπόν πρώτα από τους προγόνους, γιατί είναι δίκαιο και ταυτόχρονα ταιριαστό σε περίπτωση, όπως η σημερινή, να τους αποδίδεται αυτή η τιμή της μνημόνευσης……. Θα προχωρήσω λοιπόν στον έπαινο αυτών των νεκρών, επειδή θεωρώ ότι είναι πολύ ταιριαστό να ειπωθούν αυτά στην περίπτωσή μας και ωφέλιμο να τα ακούσει όλο το πλήθος των πολιτών και των ξένων, που είναι μαζεμένο εδώ.».
Η μνήμη λοιπόν είναι το διαρκές χρέος μας. Η οδός Κωνσταντίνου Μελενίκου, γραμμένη στις σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας, παραμένει χαραγμένη στις καρδιές μας για να μας θυμίζει την απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου την 27η Ιουνίου 1913, και την θυσία του ιεράρχη καθώς και των σφαγιασθέντων συμπατριωτών μας. 106 χρόνια ανέσπερης μνήμης, τιμής ευγνωμοσύνης και συγκίνησης, που σήμερα μοιραζόμαστε εδώ όλοι μαζί.