Η αγάπη για τη γενέτειρα

Απο το ακυκλοφόρητο βιβλίο του Κώστα Παλαχάνη ” Κράτησα τη ζωή μου…
(Σιδηροκαστρινά… και άλλα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου) ”

Αργούσαν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγύριζαν μέσα
στα ρολόγια και ρυμουλκούσαν το λεπτοδείχτη…
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή…
Γιώργος Σεφέρης

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Πώς να το πεις χωρίς ηχηρά λόγια και με τρόπο που να αρμόζει στο ήθος και τη δωρικότητά της;
Έτσι απλά, λοιπόν, στη Ματούλα
Και στους γονείς μου Δημητρό και Μιμήκα٭
για την αγωγή που μου έδωσαν.

٭με ήτα στην παραλήγουσα, όπως το γράφει η ίδια.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η μοίρα είχε ορίσει να μείνω για χρόνια καθηλωμένος στην κλίνη του άλγους. Βιώνοντας την απόγνωση στον ύψιστο βαθμό, συνομίλησα οικειοθελώς με τον θάνατο. Κρατήθηκα, όμως, στη ζωή από τα αθώα παιδικά μάτια του μονάκριβου γιου μου, του Δημητρού, και από την ασύλληπτη φροντίδα και αγάπη της συντρόφου μου Ματούλας.
Κλεισμένος, λοιπόν, στην ιδιότυπη φυλακή του σπιτιού μου, προσπαθούσα να ξεγελάσω τον πόνο και να τιθασεύσω τον «ακίνητο» χρόνο. Για να το πετύχω αυτό, επιδόθηκα σε μια από τα παλιά αγάπη∙ το διάβασμα, αλλά και σε κάτι εντελώς πρωτόγνωρο∙ το γράψιμο.

Έτσι, προέκυψαν τα κείμενα αυτά, που σχεδόν όλα δημοσιεύθηκαν στις φιλόξενες στήλες των «Ψιθύρων της Σιντικής». Κάποια αφορούν θέματα της επικαιρότητας που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Τα περισσότερα, όμως, αναφέρονται στη γενέτειρά μου, το Σιδηρόκαστρο, στον μόνιμο τόπο των νοερών μου αποδράσεων. Κατά παράδοξο τρόπο, φαίνεται πως ό,τι πρωτογραφτεί στο παλίμψηστο της μνήμης, επισκιάζει τα πάντα, αφού η σκέψη μου ούτε στα ωραία φοιτητικά χρόνια ούτε σε ταξίδια, αλλά ούτε και σε οτιδήποτε άλλο ευχάριστο περιπλανήθηκε. Εν πάση περιπτώσει, για μένα ήταν λυτρωτικά φτερουγίσματα ψυχής. Από μέσα τους αναδύεται η ατμόσφαιρα των χρόνων που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και κάποιου μικρού μέρους του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, αφού περιγράφονται πολλά γεγονότα και πρόσωπα, που είτε τα έζησα είτε τα συγκράτησα από διηγήσεις παλιότερων.

Μετά από παροτρύνσεις πολλών φίλων, εν τέλει, όλα μαζί συγκρότησαν το συγκεκριμένο βιβλίο – στο Α΄ μέρος του οποίου είναι τα «Σιδηροκαστρινά…» και στο Β΄ μέρος τα «…και άλλα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου» –, προκειμένου να μείνουν κάποιες γραπτές μαρτυρίες για τον αγαπημένο μου τόπο. Δεν γνωρίζω αν η κεγχριαία μου πένα ήταν ικανή για κάτι τόσο σημαντικό, ωστόσο οφείλω να δηλώσω κατηγορηματικά, ότι δεν φιλοδοξώ να μου απονεμηθεί ο τίτλος του συγγραφέα, αφού όλα σε μια συγκυρία οφείλονται.
Πάντως, φαίνεται ότι ο τόπος όπου πρωτοαντικρίζει κανείς το φως και περνάει εκεί τα παιδικά και εφηβικά χρόνια σφραγίζει για πάντα την ύπαρξή του και είναι ένας φάρος που σηματοδοτεί όλη τη μετέπειτα ζωή.
Ο Οδυσσέας Ελύτης – που γεννήθηκε σε μια πόλη (Ηράκλειο) με κάστρο (=Κούλες) – στο μνημειώδες «Άξιον Εστί» περιγράφει:
Στην ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου …
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο …
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα …
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή …
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν …
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ
Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας.

Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος του 2006

ΥΓ. Εκφράζω τις πιο θερμές ευχαριστίες στη φίλη και λαμπρή μου συνεργάτιδα κ. Αναστασία Καραβά, η οποία προσφέρθηκε να γράψει στον Η/Υ όλα αυτά τα κείμενα. Χωρίς τη βοήθειά της ίσως δεν επρόκειτο να προκύψει το βιβλίο αυτό.

Η αγάπη για τη γενέτειρα

Οι σπουδές επέβαλαν την προσωρινή φυγή μου από το Σιδηρόκαστρο, που τελικά εξελίχθηκε σε μόνιμη. Πάντοτε κάποιοι λόγοι, ασφαλώς, την υπαγορεύουν, αλλά η ορθότητα ή το λάθος της επιλογής κρίνεται πολύ αργότερα. Αυτός που φεύγει γνωρίζει το ρίσκο της πράξης του, αγνοεί όμως το πλήθος των πραγμάτων της πατρίδας που θα κουβαλά εφ’ όρου ζωής μαζί του.
Οι προειδοποιήσεις του Κρυστάλλη και των άλλων επιφανών δεν αρκούν για να τον προϊδεάσουν. Ούτε ακόμη και του μεγάλου Αλεξανδρινού:

« Είπες• θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή…
………………………………………………….
Καινούριους τόπους δε θα βρεις, δε θά ’βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σ’ ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς• και μες στα ίδια σπίτια
αυτά θ’ασπρίζεις
Πάντα στην πόλι αυτή θα φτάνεις…»

Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν τη γενέτειρά τους, αλλά ένας από τους βασικότερους είναι επειδή σε μεγάλο βαθμό τούς διαμόρφωσε και τους «ακολουθεί» παντού. Έτσι, ειδικά ο ξενιτεμένος, που τη στερήθηκε, επιστρέφει σ’ αυτήν για να βρει πολλά από όσα άφησε πίσω του, αλλά και για να αναζητήσει τα χρόνια της αναμελιάς και της αθωότητας. Κι ας ξέρει ότι χάθηκαν οριστικά. Η συνειδητή αυταπάτη ότι μπορεί ν’ ανασυνθέσει έστω και κάποιες εικόνες από αυτά, γεμίζει τρυφερότητα την ψυχή του. Εξάλλου, η προσπάθεια γίνεται μαζί με όσους παρέμειναν, και επομένως το «παιχνίδι» αυτό – στον ίδιο τόπο και με τους ίδιους πρωταγωνιστές – έχει κάποιες πιθανότητες να αποκτήσει αληθοφάνεια.

Ιδού, λοιπόν, ο λόγος για τις αναφορές μου στην Πατούλα, τον Ισμάηλο, τους Γιούφτους κ.ά., αλλά και για τις συχνότατες επισκέψεις μου στο Σιδηρόκαστρο, κοντά στους φίλους, τους γνωστούς και σε ό,τι απέμεινε από τη γειτονιά μου.

Με τη μόνιμη παραμονή σ’ έναν μικρό τόπο, λειτουργούν δύο αντίρροπες δυνάμεις. Η μία είναι ο ισχυρός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ πολλών μελών της κοινότητας, και η άλλη οι έριδες και οι φιλονικίες που είναι αποτέλεσμα της γειτνίασης και της καθημερινής τριβής. Με την απομάκρυνση, ο χρόνος αμβλύνει τις εντυπώσεις της δεύτερης και αναδεικνύει νικήτρια κατά κράτος την πρώτη.

Όλα αυτά δεν προσεγγίζονται μέσα από κλασικούς δρόμους και γι’ αυτό οι παραμένοντες δεν μπορούν να νιώσουν το σκίρτημα του ξενιτεμένου με πράγματα που σ’ αυτούς φαίνονται τελείως ασήμαντα. Όπως είναι η συνάντηση με τον τρελό του χωριού ή το αντίκρισμα μιας στερεμένης βρύσης που ξανάτρεξε ύστερα από είκοσι χρόνια.

Φεύγοντας το 1967, επιχείρησα – στο όνομα της προόδου και του μοντερνισμού – να διαγράψω τα καζάνια με το τσίπουρο, τους ζουρνάδες, το τουμπε(ρ)λέκι, τους αμανέδες και την τσίκνα των πανηγυριών. Στο βάθος του χρόνου τα ξανασυνάντησα• όμορφα, απλά, καταδεχτικά, περήφανα. Υπήρχαν ατόφια μέσα μου, χωρίς να μου κρατούν κακία. Στις δυτικότροπες ψυχρές αναζητήσεις του νου και της συνήθειας έστεκαν αντίβαρο αυτοί οι θερμοί εκπρόσωποι της καθ’ ημάς Ανατολής.

Εδώ, στο σταυροδρόμι των πολιτισμών, όλα είναι αμφίσημα. Δεν υπάρχει η μανιχαϊκή ακαμψία του μαύρου και του άσπρου. Η πληθώρα των χρωμάτων στο ενδιάμεσό τους, συνθέτει το ψηφιδωτό της Ελλάδας. Στις μικρές μας γενέτειρες, η Ανατολή και το Βυζάντιο υπάρχουν κι αντιστέκονται, διατηρώντας πολλά απ’ τα μυστήριά τους. Ίσως αυτά, μάλιστα, να διαμορφώνουν την ιδιοσυγκρασία μας και να αποτελούν την κύρια αιτία της μεγάλης έλξης που ασκούν στους απόδημους. Κανείς δεν ξέρει, βέβαια, για πόσο ακόμα θα λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, αφού η τεχνολογία σαρώνει τα πάντα.

Σε λίγα χρόνια, ίσως, όλα ισοπεδωμένα, ομοιόμορφα και «πολιτισμένα» δεν θα «κηλιδώνονται» από ανατολίτικα απομεινάρια. Οι γιαγιάδες δεν θα ’χουν «βέβηλες» αναμνήσεις για να τις μεταδώσουν στα εγγόνια τους. Όπως η μητέρα του πατέρα μου, που επέβαλλε ησυχία, όταν τα βράδια διάβαινε μεθυσμένος κάτω από το παράθυρό μας ο αηδονόλαλος Καρπουχτσής (γνωστός και ως τουμπελεχτσής, επειδή έπαιζε τουμπελέκι) και μοιρολογούσε τα χαμένα παιδιά του με σπαραξικάρδιους αμανέδες.

Όμως εγώ, ένας από τους τελευταίους πιθανώς κρίκους αυτής της διαδικασίας μεταφοράς από γενιά σε γενιά εθίμων, παιχνιδιών κ.λπ., πώς να αρνηθώ τη γιαγιά μου, τη φτωχή αρχόντισσα Μαριγούδα (τη βλαχόφωνη, αλλά ζυμωμένη με σλάβικους κι ανατολίτικους ήχους), και πώς να τη φανταστώ να αποδίδει τον αείφορο πόνο της με μια συμφωνία του Μπαχ;
Πώς να αρνηθώ όλες αυτές τις θύμησες και πώς να αρνηθούν, όσοι μεγάλωσαν έτσι, την ταυτότητά τους, όποια κι αν είναι αυτή;
Όλες αυτές οι ανεξίτηλες και ανίκητες μνήμες συνθέτουν μια τεράστια δύναμη επιστροφής.
…………………………………………………………………………………….
«Είπες θα πάγω σ’ άλλη γη …
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη…
………………………………………..
Η πόλις θα σ΄ ακολουθεί…
Πάντα στην πόλι αυτή θα φτάνεις …»

Φεβρουάριος του 1996

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *