Ομιλία στην έκθεση φωτογραφικού υλικού με θέμα «Σιδηρόκαστρο 1900 – 2000», που διοργάνωσε ο γιατρός κ. Χρήστος Ράπτης

Αγαπητές συμπατριώτισσες, αγαπητοί συμπατριώτες, φίλες και φίλοι, τα όνειρα της νιότης μας τριγυρνούν στο Σιδηρόκαστρο και τα αναζητούμε εκεί μέσα από οτιδήποτε μπορεί να τα επαναφέρει στη μνήμη.

Τέτοια προσπάθεια αναζήτησης θεωρώ ότι γίνεται και σήμερα, με την έκθεση φωτογραφικού υλικού που διοργανώνει ο κ. Χρήστος Ράπτης για το Σιδηρόκαστρο του περασμένου αιώνα.

Ίσως, όμως, να έχει και την έννοια της αποτίμησης των πεπραγμένων μας ή ακόμα και της απότισης φόρου τιμής σε όσους και όσα μας διαμόρφωσαν. Μπορεί, ακόμη, να είναι και μια απόπειρα επαναπροσδιορισμού μας με βάση αναλλοίωτες  σταθερές, αφού είναι σίγουρο πως η γενέτειρα με όλον τον περίγυρό της είναι ένας από τους κύριους άξονες πάνω στους οποίους ορίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς όλα τα τοπωνύμια και οι άνθρωποί της είναι ανεξίτηλα σημεία αναφοράς του καθενός, είτε τα αποδέχεται ενσυνείδητα είτε, ματαίως νομίζω, προσπαθεί να τα διαγράψει. Όσο, μάλιστα, η απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο γίνεται σε μεγαλύτερη ηλικία, τόσο ισχυρότερη είναι και η αποτύπωση όλων αυτών μέσα στην ψυχή.

 

Στο τελευταίο φύλλο των «Ψιθύρων της Σιντικής», ο παιδικός μου φίλος Μιχάλης Βουσδούκας, μετανάστης στις Η.Π.Α., αναρωτιέται: «Τα χρόνια πέρασαν, οι κρόταφοι γκρίζαραν κι ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω, γιατί είναι τόσο βαθιά χαραγμένα μέσα μου τα πρώτα 18 που τα έζησα στο Σιδ/στρο». Αλλά και ο μετανάστης στον Καναδά κ. Χρόνης Νικηφόρος, τα καλοκαίρια που έρχεται στην πατρίδα, αναζητά στα νεκροταφεία όσους δεν συναντά στην αγορά και στις γειτονιές που περιδιαβαίνει.

            Αυτή η ακατανίκητη έλξη για τη γενέτειρα λειτουργεί με υπόγειες και παράξενες διαδικασίες και πάντως με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή του συναισθήματος σε σχέση με τη λογική.

            Όμως, για όλα αυτά, κάπως έτσι προβληματίζεται και ο ποιητής:

 

 «- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;

Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες

με εικόνες που έχεις αναθρέψει

κάτω από ξένους ουρανούς

μακριά απ’ τον τόπο τον δικό σου

 

– Γυρεύω τον παλιό μου κήπο

 

– Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου

σιγά σιγά θα συνηθίσεις∙

θ’ ανηφορίσουμε μαζί

στα γνώριμά σου μονοπάτια

και σιγά σιγά θα ’ρθουν κοντά σου

το περιβόλι κι οι πλαγιές σου

 

– Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τα ψηλά τα παραθύρια

 

– Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;

Το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις

κι αυτήν την πόρτα θα χτυπήσουν

σε λίγο οι φίλοι και οι δικοί σου,

γλυκά να σε καλωσορίσουν».

 

Ας περιπλανηθούμε, λοιπόν, κι εμείς στα δικά μας μονοπάτια, τα περιβόλια, τα σπίτια και τις πλαγιές κι ας ξεκινήσουμε σιγά σιγά για να συνηθίσουμε. Ας ανηφορίσουμε στο Ισάρι, στο βυζαντινό κάστρο, και στην Αγια-Ζώνη κι ας προσκυνήσουμε στο από βράχο τέμπλο και ιερό της. Ας σεργιανίσουμε μετά στο Βαρόσι και στις άλλες γειτονιές, αλλά και στο Ηρώον, στα Δημοτικά σχολεία, στο Γυμνάσιο, στη γέφυρα του Καλκάνη, στον Κρουσοβίτη – από τα Ζεστά Νερά ίσαμε τον Σιδηροδρομικό Σταθμό – και σ’ όλα τα μέρη που είναι κομμάτια της ύπαρξής μας. Και υπομονετικά ας περιμένουμε να μας προϋπαντήσουν πρόσωπα γνωστά κι αγαπημένα, όμως και άλλα που έχουν χαθεί στο βάθος της μνήμης, έστω κι αν είναι ακίνητες εικόνες, νικημένα απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο. Κι ανάμεσά τους, ίσως συναντήσουμε πρόσωπα γραφικά που υπήρξαν σήμα κατατεθέν μιας εποχής, όπως ο Ισμαήλος και οι σαλοί μας, ο Λάλος και η Πατούλα∙ αυτές οι χαρακτηριστικές χρωματιστές κουκκίδες που προσδίδουν ξεχωριστό τόνο στο άχρωμο ενίοτε τοπίο του ανθρώπινου χάρτη.

 

Τι είναι, όμως, μια φωτογραφία και τι μπορεί να εκφράσει;

Είναι γεγονός πως κάποιες φορές ισχύει πράγματι το απόφθεγμα  των Κινέζων που την εξισώνει με χίλιες λέξεις, όμως για τις περισσότερες περιπτώσεις νομίζω ότι δίνουν καλύτερο ορισμό οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη:

 

 « Στιγμή σπυρί της άμμου,

που κράτησες μονάχη σου όλη

την τραγική κλεψύδρα βουβή…»

 

Εκείνο, μάλιστα, το σκληρό επίθετο «βουβή» προσδιορίζει δυστυχώς και τα όρια του φωτογραφικού φακού, ο οποίος είναι αδύνατο να περιγράψει και να αναδείξει όλες τις πτυχές, τις εκφάνσεις και το κλίμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

 

Για τον λόγο αυτόν, επιτρέψτε σε μένα να σας ξεναγήσω σε όσα μυστικά κρύβονται μέσα σ’ αυτές τις εικόνες. Αυτός είναι ο ρόλος μου σήμερα, γι’ αυτό παρακαλώ ελάτε μαζί μου…

Ακούω ήδη την μπάντα της φιλαρμονικής του Δήμου, που τις γιορτές και τις Κυριακές διέσχιζε την πόλη, αλλά και τα γέλια, τις φωνές, τα τραγούδια και την υπέροχη μουσική από τις χοροεσπερίδες που – από τις αρχές του περασμένου αιώνα – συχνότατα διοργανώνονταν στο Σιδ/στρο.

 

Βλέπω τώρα καθαρά όλους τους σοβαρούς θιάσους και όλους τους  επιφανείς μουσικούς και ταχυδακτυλουργούς της εποχής να κάνουν υποχρεωτικά μια στάση στη μικρή μας πόλη, συμπεριλαμβάνοντάς την στο πρόγραμμά τους, μαζί με τη Βέροια, τη Θεσ/νίκη, τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα.

 

Έρχονται, επίσης, και οι παρέες φίλων με τα μαντολίνα, που τραγουδούν στα σπίτια, τις ταβέρνες και τους δρόμους, και οι ήχοι τους διασταυρώνονται με άλλους από ακορντεόν και κιθάρες που παίζουν διάφορες κομπανίες καθώς και με τον ήχο της λατέρνας του Γιώργου Αποστόλου (Τζιότζιου). Μέσα από την «Ομόνοια» ακούγονται άλλοτε οι πολυμελείς και ορθόφωνες χορωδίες και άλλοτε οι φωνές των παιδιών από τα μπαλ ντ’ ανφάν. Τα προπολεμικά καλοκαίρια στον «Μπομπίρη» και στο «Πάνθεον» και τα μεταπολεμικά στον «Παράδεισο», όλοι χορεύουν φοξτροτ, τσάρλεστον, τάνγκο και βαλς κι από τις Σέρρες κάθε τόσο συρρέει κόσμος περιωπής για να γλεντήσει. Το ίδιο γίνεται και τον χειμώνα στην «Ομόνοια».

 

Τι συμβαίνει, όμως, αλήθεια; Παρασύρθηκα, μήπως, από σοβινιστικό οίστρο και παραληρώ; Ή, ονειροβατώντας, βρέθηκα ξαφνικά σε μια μεγαλούπολη;

 

Όχι, αγαπητοί μου, έχω απόλυτη επίγνωση, όπως κι εσείς, ότι βρίσκομαι, δηλαδή βρισκόμαστε, στο μικρό Σιδ/στρο του πολιτισμού, αφού αυτά είναι γεγονότα γνωστά σε όλους. Όμως αδιάψευστοι μάρτυρες είναι και όλοι οι καλοντυμένοι, μορφωμένοι, αρχοντικοί και με άψογους τρόπους αστοί που συναντούμε σε κάθε βήμα.

 

Διακρίνω τώρα τον παντοπώλη κ. Αριστοτέλη Γιούρη (Μελενοίκιο), πτυχιούχο δάσκαλο, να ομιλεί από στήθους σε ακροατήριο, με λόγο κομψό και συγκροτημένο. Βλέπω τον τζέντλεμαν γιατρό των παιδικών μου χρόνων, τον κ. Χαριζάνο (γηγενή Σιδηροκαστρινό), τον επίσης γιατρό αριστοκράτη κ. Μαντζουρίδη (Μελενοίκιο), τον ευπατρίδη φαρμακοποιό κ. Γαβριήλ Κοσμίδη (Απολλωνιαδίτη), τον άρχοντα έμπορο Θεόδωρο Πασματζίδη (Πόντιο) και τον σεμνό βουλευτή κ. Ιωάννη Χρίστογλου (Θρακιώτη).

 

Την αγορά διασχίζει με βήμα αργό ο επιβλητικός δήμαρχος κ. Βονίτης, φορώντας το άσπρο κοστούμι του κι ένα υπέροχο φουλάρι, και συναντά τον αιώνιο έφηβο κ. Κωστάκη Λασκαρίδη με το κλασικό γαρίφαλο στο πέτο. Χαιρετιούνται με μια ελαφρά κλίση της κεφαλής και με ανασήκωμα της πολυτελούς βακτηρίας τους. Από κάποια γωνία ακούγεται ο ήχος του βιολιού του σοφού δασκάλου κ. Μανόλη Παπακωνσταντίνου.

 

Ξεχωρίζω, επίσης – κατά τις τακτικότατες επισκέψεις του –, τον σπουδαίο, αλλά δυστυχώς αδικοχαμένο, βουλευτή κ. Νίκο Ιντζέ, συνοδευόμενο από τον συνεργάτη αδελφό του κ. Βασίλη Ιντζέ, μετέπειτα υπουργό Βόρειας Ελλάδας.

 

Στον νου μου έρχονται οι διηγήσεις των γονιών μου για τον υπουργό κ. Μανούση, για τον δημοσιογράφο-βουλευτή κ. Μόντζαλα, για τον γιατρό κ. Μώραλη, πατέρα του υφυπουργού, και για τον βουλευτή κ. Αλεξίδη, δημιουργό του Σιδηροδρομικού μας σταθμού που για δεκαετίες έγραφε «Σιδηρόκαστρον πόλις». Έρχονται, ακόμη, και οι μαρτυρίες του εκ Μελενοίκου εμπόρου παππού μου, Θωμά Τοσσίδη, για τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του Σιδ/στρου και για τις συναναστροφές του με τον δήμαρχο κ. Μάνο, τον γιατρό κ. Δέκο, τον έμπορο κ. Περιστεράκη και τον  στρατηγό Κονδύλη.

 

Με τις μνήμες των παλιών, ψηλαφώ, επίσης, τον προπολεμικό άθλο του Άρη (προδρόμου του Εθνικού) που κατόρθωσε να κατακτήσει πρωταθλήματα Ανατολικής Μακεδονίας με παίκτες κολοσσούς, όπως: ο οδοντίατρος Στράτος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Πασιάς, ο Διαμαντής, ο Φίλιππος Μπρέντας, ο τερματοφύλακας Καρανικόλας, ο Χαϊδευτός, ο Μαυρίδης κ.ά. Θυμάμαι, ακόμα, το επίτευγμα του θρυλικού Γιαννάκου Κατσαντώνη – που υπήρξε δάσκαλος για πολλές γενιές νέων – να ανεβάσει δύο φορές τον Εθνικό στη Β΄ Εθνική, αλλά και τις ασύλληπτες επιτυχίες των προσκόπων του στα τζάμπορι – όπως εξάλλου είχε συμβεί και στο παρελθόν με άλλους Σιδηροκαστρινούς –, και μένω εκστατικός.

 

Τέλος, κι ενώ είμαι σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, ακούω το αγαπημένο μου Μιμηκάκι (τη μητέρα μου) να με νουθετεί: «Κωστάκη, δεν αφήνουν το ποτήρι πάνω στο σεμέν και στο λουστραρισμένο έπιπλο∙ ζήτησε να σου δώσουν κάτι για να το εναποθέσεις».

Με τέτοιου είδους πρότυπα, λοιπόν, με αυτού του είδους τις μορφές, τους ήχους, την αισθητική και την κληρονομιά μεγαλώσαμε, ανατραφήκαμε και διαμορφωθήκαμε.

Πώς εξηγούνται, όμως, όλα αυτά; Γιατί σ’ αυτήν την κωμόπολη, στην εσχατιά της Ελλάδας, συνέβησαν τον περασμένο αιώνα αυτά τα γεγονότα που εν πολλοίς αντιβαίνουν και στους κανόνες της λογικής;

 

Η γνώμη μου είναι ότι το Σιδ/στρο ευρισκόμενο σ’ ένα σταυροδρόμι πολιτισμών – από όπου διέρχονταν έμποροι, πολιτικοί, στρατιωτικοί και άλλοι αξιόλογοι – δεχόταν ερεθίσματα τα οποία διαμόρφωναν ένα ανώτερο επίπεδο. Όμως, αυτό που το διαφοροποίησε τελείως και το εκτόξευσε κυριολεκτικά σε άλλη σφαίρα ήταν ασφαλώς η έλευση και παραμονή – το 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου – μεγάλου αριθμού Μελενοικίων,  οι οποίοι ήταν φορείς υψηλού πολιτισμού. Το Μελένοικο (μέλας οίκος = μαύρο σπίτι), για μεγάλο διάστημα της μακραίωνης πορείας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν τόπος εξορίας επιφανών βυζαντινών, οι οποίοι εξοστρακίζονταν εκεί είτε όταν επιχειρούσαν να σφετεριστούν τον θρόνο είτε επειδή αποτελούσαν κίνδυνο ως εν δυνάμει σφετεριστές του. Τέτοια άτομα δεν μπορεί παρά να ήταν κάποια κατέχοντα υψηλότατη θέση στην ιεραρχία, όπως ο αδελφός του αυτοκράτορα ή κάποιοι στρατηγοί. Ωστόσο,  καθώς ήταν ενδεχόμενο κάποτε να ανακληθούν στην ενεργό δράση – όταν π.χ. πέθαινε ο αυτοκράτορας –, ήταν φυσικό να συνοδεύονται, ακόμη και στην εξορία, και από άλλους αξιωματούχους και ακολούθους.

 

Σιωπή σκεπάζει, δυστυχώς, το Μελένοικο, αφού καμιά επίσημη ιστορία δεν αναφέρεται στα Γιούρα, τα Μακρονήσια και τα Γκουλάγκ του καθεστώτος, αλλά νομίζω ότι δεν εξηγείται διαφορετικά η αίγλη, ο πολιτισμός και το απίστευτο επίπεδο που αναπτύχθηκε σ’ αυτό. Εξάλλου, είναι γνωστά σε όλους τα άξια τέκνα του, όπως: ο Αναστάσιος Παλλατίδης, γιατρός του τελευταίου αυτοκράτορα των Αψβούργων, που κληροδότημά του είναι το Γυμνάσιο και το Λύκειό μας, ο λογοτέχνης Χριστομάνος κ.ά. Κυρίως, όμως, ο επιφανής λόγιος και δικαστικός Αναστάσιος Πολυζωίδης, από  τους κυριότερους συντάκτες του Συντάγματος της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, ο οποίος ως πρόεδρος του δικαστηρίου που δίκασε τον Κολοκοτρώνη αρνήθηκε να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη.

 Η ιστορία διδάσκει ότι όταν οι άνθρωποι ενταχθούν σε ένα ανώτερο κοινωνικά πλαίσιο, αφομοιώνονται από αυτό ακόμη και αν είναι κατακτητές (π.χ. οι Ρωμαίοι από τους Έλληνες). Αυτό, βέβαια, ισχύει κατά μείζονα λόγο, όταν συνυπάρξουν κάτω από τελείως ομαλές συνθήκες. Κάτι αντίστοιχο συνέβη, ασφαλώς, με τους γηγενείς κατοίκους, όταν ήρθαν οι Μελενοίκιοι, αλλά και το 1922 με την εγκατάσταση του κύριου όγκου των προσφύγων (Πόντιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Απολλωνιαδίτες κ.λπ.), στους κόλπους των οποίων υπήρχαν σπουδαίες οικογένειες. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα των φτωχών και αγράμματων Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, όπου κάποιοι οικειοθελώς και άλλοι αναγκαστικά προσαρμόστηκαν στις εκεί συνήθειες του ανώτερου πολιτισμού, επιβεβαιώνει πλήρως την αλήθεια. Έτσι, μέσω μιας γόνιμης σύνθεσης όλων αυτών με τους γηγενείς και τους Μελενοίκιους, το Σιδ/στρο απέκτησε τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τα δεδομένα μιας μικρής πόλης.

 

Ύστερα, λοιπόν, από όλη αυτήν την αναδρομή, και κάνοντας απολογισμό, μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις Μοίρες, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος, ήταν γενναιόδωρες μαζί μας, αφού μας προσέφεραν ως γενέτειρα το Σιδ/στρο, καθιστώντας μας με τον τρόπο αυτόν αυτομάτως κατόχους διαβατηρίου υψηλού πολιτισμού. Έτσι, σ’ όποιο περιβάλλον και αν βρεθήκαμε, ενταχθήκαμε αμέσως, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, καθώς ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς την επαρχιώτικη καταγωγή μας.

 

«Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων…» γράφει ο Ευριπίδης στην «Ελένη», κι εμείς παραφράζοντάς τον ελαφρώς μπορούμε να λέμε «Σιδηρόκαστρον ου μ’ εθέσπισεν οικείν μοίρα…», δηλαδή «στο Σιδηρόκαστρο όπου με έταξε η μοίρα να κατοικώ…», αφού είχαμε το προνόμιο να γεννηθούμε σ’ αυτήν τη μικρή, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη – από άποψη πολιτισμού – πόλη, που ακτινοβολεί ακόμη και στα πρόσωπα των περισσότερων κατοίκων της.

Λένε ότι το κύμα του πολιτισμού περνάει από έναν τόπο – και εγκαθίσταται εκεί για κάποιο διάστημα – μόνο μια φορά. Αυτό, δυστυχώς, φαίνεται πως συνέβη και με το Σιδ/στρο. Η πόλη της ακμής του περασμένου αιώνα υπάρχει πλέον μόνο εντός μας και ορισμένα απομεινάρια της αποτυπώνονται σε κάποιες βουβές φωτογραφίες. Γύρω στα τέλη του 1960, με τη φυγή λαμπρών ανθρώπων και οικογενειών, ό,τι την καθιστούσε ξεχωριστή, έπαψε να υφίσταται και τώρα είναι μια τυπική επαρχιακή κωμόπολη.

 

Γι’ αυτό, με την ευκαιρία που μας δίνεται με τη σημερινή έκθεση φωτογραφικού υλικού, ας μας επιτραπεί να διαφοροποιήσουμε ελάχιστα τους στίχους του Κ. Καβάφη και…

 

            «Ας ακούσουμε τον αόρατο θίασο να περνά

            με μουσικές εξαίσιες και με φωνές

και ας αποχαιρετίσουμε το Σιδ/στρο που έφυγε.

Σαν που ταιριάζει σε μας που αξιωθήκαμε

μια τέτοια πόλι

Και προπάντων να μη γελαστούμε, να μην πούμε

πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή μας».

 

Τελειώνοντας, λοιπόν, θεωρώ ότι το υλικό που συγκέντρωσε ο κ. Χρήστος Ράπτης, ο γιατρός μας, είναι για μας, αλλά και για τους επιγενόμενους, η καλύτερη απόδειξη ότι δεν γελαστήκαμε, ώστε να λέμε πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή μας.

Επομένως, όπως και σ’ όλους όσοι για τον γενέθλιο τόπο νοιάζονται και τον τιμούν, και τη ρίζα ακούραστα και πεισματικά ψάχνουν, ώστε τη συνέχεια που οι ίδιοι κρατούν να τη μεταλαμπαδεύσουν ως καθήκον και εύσημον ζωής, έτσι και στον φίλο μας Τάκη, όλοι εμείς οφείλουμε ευγνωμοσύνη και θερμά συγχαρητήρια.

Αγαπητέ Τάκη, σε ευχαριστούμε από τα βάθη της ψυχής μας.

 

Μάρτιος του 2003     

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *