Σιδηρόκαστρο: Στο μουσείο 74 χρόνια μετά την 6η Απριλίου 1941

Ήταν αρχές Απριλίου, αρχές μιας δύσκολης άνοιξης που έφερε βαρυχειμωνιά στην ιστορία του τόπου μας, της άνοιξης του 1941.

Με ανοιχτό το μέτωπο της Αλβανίας από εξαμήνου (Οκτώβρης 1940), στις 6 Απριλίου του 1941 η Γερμανία επιτίθεται με όλα τα σύγχρονα μέσα πολέμου της εποχής…

Μια Γερμανία που έχει καταβάλει σε μηδενικό σχεδόν χρόνο, κάθε αντίσταση στην Ευρώπη, με όπλα και με συμφωνίες. Μια Γερμανία που έχει από καιρό ειρηνικά εισβάλει στη Βουλγαρία, όπως περίπου η Ιταλία στην Αλβανία, επιτίθεται τώρα στα οχυρά της γραμμής Μεταξά, από τη Νυμφαία της Θράκης μέχρι το Ρούπελ των Σερρών. Στούκας, σύγχρονα άρματα μάχης, στιβαροί και έμπειροι πια πολεμιστές, χτυπάνε με μανία, μια χούφτα αμυνόμενων Ελλήνων, οι οποίοι σε πείσμα κάθε λογικής αμύνονται σθεναρά.

 

Ο Μιχάλης Τσαρτσίδης με το θρυλικό Μάνλιχερ 1903, μετά ξιφολόγχης, εντός του μουσείου.

(ΦΩΤΟ: Ο Μιχάλης Τσαρτσίδης με το θρυλικό Μάνλιχερ 1903, μετά ξιφολόγχης, εντός του μουσείου.)

 

Γνωρίζοντας από χρόνια την απειλή, η κυβέρνηση της εποχής έχει θωρακίσει την περιοχή με έργα επιτόπιας άμυνας, που σκοπό έχουν την αποτροπή εισβολής των Βουλγάρων-γειτόνων. Μονάδες που πολλές φορές πολεμούν αποκομμένες από κάθε οδηγία, λόγω απομόνωσης, αγωνίστηκαν σκληρά, προξενώντας μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς, χωρίς ποτέ να παραδώσουν τα όπλα. Το έκαναν μόνο όταν είχαν υπερκερασθεί -πλευροκοπηθεί- από τον εισβολέα Γερμανό, όταν αυτός τους παρέκαμψε και εισήλθε από την κοιλάδα του Αξιού στη Θεσσαλονίκη.

 

Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία της περιοχής αναφοράς του άρθρου για να δώσει το στίγμα, την αιτία της ύπαρξης τόσων όπλων, σε έναν τόσο περιορισμένο γεωγραφικά χώρο.

 

Το φιλότιμο…

 

Εβδομήντα τέσσερα ακριβώς χρόνια πίσω, τα αδύναμα αντιαρματικά πυροβόλα, τα ηλικιωμένα αντιαεροπορικά και τα θρυλικά Manlicher 6,5 του ελληνικού στρατού, έδωσαν τη «συναυλία» τους για πολλές μέρες. Γέμισαν τα βουνά και τα λαγκάδια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με κραυγές πόνου, έσπασαν θωρακίσεις και καρδιές Γερμανών, σε πείσμα κάθε πολεμικής λογικής και με γνώμονα ένα και μονό χαρακτηριστικό της φυλής των Ελλήνων. Το φιλότιμο…

 

Η γνωστή μας διόπτρα του 1940, στα χέρια του Τσαρτσίδη.

(ΦΩΤΟ: Η γνωστή μας διόπτρα του 1940, στα χέρια του Τσαρτσίδη.)

 

Δέκα επτά χιλιόμετρα από τα βουλγαρικά σύνορα, είκοσι εννέα χιλιόμετρα από την πόλη των Σερρών και εκατόν δέκα από τη Θεσσαλονίκη, στο όμορφο Σιδηρόκαστρο, βρίσκεται το Μουσείο Μιχάλη Τσαρτσίδη. Προσπάθειες μιας ζωής, ενός ψυχωμένου ανθρώπου, βρίσκονται στοιβαγμένες στα τρία επίπεδα του μουσείου. Όπλα από την εποχή του 1821 έως τον Εμφύλιο, πυρομαχικά, σημαίες, αναμνηστικά διάφορα και γενικά ό,τι παρελκόμενο συνοδεύει έναν στρατό. Τα πάντα φυσικά με γνώση και έγκριση της πολιτείας, κοντά στο κέντρο της πόλης, περιμένουν τον επισκέπτη.

 

Αλλά, ας πιάσουμε το νήμα της ιστορίας μας από την αρχή. Ο Μιχάλης Τσαρτσίδης γεννήθηκε στα 1931, σε χωριό της περιοχής, από γονείς Πόντιους πρόσφυγες, από τα Ιμέρα, της περιοχής Αργυρούπολης του Πόντου. Φανταστείτε την περιοχή Σιδηροκάστρου εκείνη την εποχή του Μεσοπολέμου, για να έλθετε όμορφα στα λόγια μου.

 

Δύο όμορφα δίκαννα,το ένα εμπροσθογεμές.

(ΦΩΤΟ: Δύο όμορφα δίκαννα, το ένα εμπροσθογεμές.)

 

Τριάντα χρόνια πριν από τη γέννησή του, υπήρχε εκεί ο Μακεδονικός Αγώνας, είκοσι χρόνια πριν ο Α’ και ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος και αμέσως μετά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μέσα στα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια του 20ού αιώνα άλλαξε ο χάρτης της περιοχής, για να έλθει τελικά το 1941, και να ακολουθήσει η… διά χειρός Γερμανών βουλγάρικη κατοχή (όλες οι περιοχές ανατολικά του Στρυμόνα μέχρι τον Έβρο – εξαιρούμενης μόνο μιας μικρής ζώνης ελέγχου που κράτησαν οι Γερμανοί, παραδόθηκαν στους Βούλγαρους).

 

Πιστέψτε με, συγκινήθηκα πολλές φορές στην τρίωρη διάρκεια της παραμονής μου στο μουσείο. Και συγκινήθηκα λόγω ποντιακής καταγωγής και κυρίως γιατί μεγάλωσα στη Δράμα, λίγο μετά τον πόλεμο και γαλουχήθηκα με τις ιστορίες των δικών μου για τη βουλγάρικη κατοχή.

 

Ο μικρός και εύκολα φερόμενος παντού όλμος των 50 χιλ.

(ΦΩΤΟ: Ο μικρός και εύκολα φερόμενος παντού όλμος των 50 χιλ.)

 

Μια κατοχή σκληρή, βάναυση και απάνθρωπη, μια κατοχή που διαφοροποιείται εμφανώς σε σχέση με την κατοχή των Ιταλών και των Γερμανών. Και ο λόγος είναι ένας και μοναδικός. Δεν ήταν κατοχή, αλλά προσπάθεια αλλαγής συνειδήσεων, ονομάτων κ.λπ.

 

Είναι ενδιαφέρον να γραφτεί εδώ ότι τα σχολεία στην περιοχή δεν λειτούργησαν από την έναρξη της βουλγάρικης κατοχής μέχρι την εκδίωξη των Βουλγάρων τον Οκτώβριο του 1944. Λειτούργησαν μόνο βουλγάρικα σχολεία, με Βούλγαρους δασκάλους!!

Φαγητοδοχείο και από πίσω το μεγαλοπρεπές υδρόψυκτο πολυβόλο Βίκερς, το οποίο χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Το 1979, κατά τη διάρκεια της θητείας μου στη Σάμο… ήταν ακόμη σε χρήση.

 

(ΦΩΤΟ: Φαγητοδοχείο και από πίσω το μεγαλοπρεπές υδρόψυκτο πολυβόλο Βίκερς, το οποίο χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Το 1979, κατά τη διάρκεια της θητείας μου στη Σάμο… ήταν ακόμη σε χρήση.)

 

Ο μικρός Μιχάλης, λοιπόν, σε ηλικία δέκα ετών, ζώντας στην περιοχή του Ρούπελ, έζησε με τα μάτια ενός αγοριού τις ηρωικές μάχες του ελληνικού στρατού, την είσοδο των Γερμανών και την παράδοση της περιοχής στους Βούλγαρους… Και επειδή είναι πολύ εύκολο στην πιτσιρικαρία να μαζεύει και να ψάχνει, ο Μιχάλης άρχισε από τότε να συλλέγει…

 

Αλλά, πιστεύω ότι το καθοριστικό στοιχείο του χαρακτήρα του είναι το πείσμα, το οποίο, σε συνδυασμό με την απίθανη μνήμη, τον οδήγησε να δημιουργήσει ένα απρόσμενα πλούσιο σε εκθέματα μουσείο, σε μια από τις πιο ευαίσθητες ιστορικά περιοχές των συνόρων. «Εμένα με σκότωσαν στο ξύλο οι Βούλγαροι στην κατοχή», λέει ο Μιχάλης «πήγα στον Θεό κι αυτός με γύρισε… πίσω. Τράβα ρε Μιχάλη, με είπε, τράβα πίσω, εκεί χρειάζεσαι πιο πολύ, κι έτσι γύρισα και έκανα το μουσείο σκοπό της ζωής μου»!

Κυτίον 10 φυσιγγίων -δύο γεμισιές- του Μάνλιχερ 1903, διαμετρήματος 6,5.

 

(ΦΩΤΟ: Κυτίον 10 φυσιγγίων -δύο γεμισιές- του Μάνλιχερ 1903, διαμετρήματος 6,5.)

 

Στο… δόξα πατρί

 

Συναντηθήκαμε μια παγωμένη Παρασκευή, στην πλατεία του Σιδηροκάστρου, όπου σε δεσπόζουσα θέση είναι το περίπτερο του Κυνηγετικού Συλλόγου. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, σκέφτηκα μόλις είδα έναν θαυμάσιο πέτρινο ισόγειο χώρο, με κήπο και όμορφη περίφραξη και με την πινακίδα του Κυνηγετικού Συλλόγου Σιδηροκάστρου στο… δόξα πατρί…

 

Ο ίδιος ο Μιχάλης, κυνηγός ακόμη, έβγαλε την πρώτη του άδεια τη δεκαετία του 1950. Σε μικρή απόσταση από την πλατεία, σε ιδιόκτητο χώρο, στεγάζεται το μουσείο. Όλοι στην περιοχή γνωρίζουν το μουσείο, εκτιμάνε τον Τσαρτσίδη και πρόθυμα θα σας οδηγήσουν στο μουσείο.

HD 81 δίδυμο πολυβόλο γερμανικό, από στούκας που κατέπεσε στην περιοχή. Ο φόβος και ο τρόμος.

 

(ΦΩΤΟ: HD 81 δίδυμο πολυβόλο γερμανικό, από στούκας που κατέπεσε στην περιοχή. Ο φόβος και ο τρόμος.)

 

Η πρώτη εντύπωση είναι συγκλονιστική, με δεδομένο ότι πλην της καταγραφής από την Πολιτεία και της αρίθμησης όλων των εκθεμάτων, τα πάντα έχουν το μεράκι και την αγάπη του Μιχάλη πάνω τους. Συγκλονιστική γιατί όταν μπαίνεις στο πρώτο δωμάτιο και συναντάς αντάμα δύο τριανταριά πολυβόλα, γυλιούς και εξαρτύσεις όλων των πολέμων του 20ού αιώνα και πέφτει το μάτι σου στο αθάνατο Μάνλιχερ του 1903, δεν μπορείς παρά να ονειρευτείς τους ήχους μαχών και τις ιαχές των πολεμιστών. Αυτή η ερασιτεχνική τοποθέτηση και συντήρηση των όπλων, όταν δεν έχει από πίσω προγράμματα, διαγωνισμούς, αναθέσεις, ενστάσεις και λοιπή νεοελληνική γραφειοκρατία, είναι που σε συναρπάζει, νιώθοντας τους κόπους, τις γνώσεις και το μεράκι του Μιχάλη Τσαρτσίδη.

 

Στο πρώτο δωμάτιο, εκτός των Μάνλιχερ 1903, με τις παλαιού τύπου ξιφολόγχες, εκεί που καθηλώνεται κανείς με έκσταση, είναι τα κουτιά των φυσιγγίων τους, τα φυσίγγια εκείνα με το πρωτοποριακό για την εποχή διαμέτρημα 6,5. Όμορφα, με περήφανα γράμματα πάνω στο ξεθωριασμένο από τον χρόνο χαρτί, αναφέρουν το έτος κατασκευή (1937 – εβδομήντα οκτώ χρόνια πριν) και το αξέχαστο ελληνικό εργοστάσιο. Πήρα ένα κουτάκι των δέκα φυσιγγίων, δυο γεμισιές δηλαδή του θρυλικού όπλου, και με ευλάβεια, σαν να έπιανα ένα παλιό Ευαγγέλιο, το έβαλα απαλά πάνω σε μιαν άψογα διπλωμένη στρατιωτική κουβέρτα και το φωτογράφισα.

Επειδή πάμπολλες φορές μέσα από το περιοδικό πέρασα την αγάπη μου για το Μάνλιχερ 1903 των 6,5, ήρθε η στιγμή που χάρηκα όσο τίποτα στον κόσμο… Χάρη σε σένα, Μπληζιώτη.

 

(ΦΩΤΟ: Επειδή πάμπολλες φορές μέσα από το περιοδικό πέρασα την αγάπη μου για το Μάνλιχερ 1903 των 6,5, ήρθε η στιγμή που χάρηκα όσο τίποτα στον κόσμο… Χάρη σε σένα, Μπληζιώτη.)

 

Ζήτησα να πιάσω στα χέρια μου το Μάνλιχερ, και όταν μου το πρόσφερε χαμογελαστά ο Μιχάλης, ένιωσα σαν μια σειρά από το βιβλίο της Ιστορίας. Άκουσα τις ιαχές των Ελλήνων της παλιάς Ελλάδας, των παιδιών του Μεσολογγίου, της Μάνης, της Τριπολιτσάς, να σχίζουν τον μπαρουτοκαπνισμένο αέρα, εκείνων των δειλινών της γειτονικής μάχης του Λαχανά.

 

Ναι, γύρισα έναν αιώνα πριν, σε μια από τις πιο πολύνεκρες μάχες της ιστορίας του ελληνικού στρατού, τον Ιούνιο του 1913, εκεί στα γειτονικά υψώματα του Λαχανά, και είδα τα ευζωνάκια να σκορπάνε κάτω από τις ομοβροντίες του βουλγάρικου πυροβολικού, να σκορπάνε όμως προς τα μπρος, κι ας σβήνονταν σε κάθε μπαμ δεκάδες ζωές…

 

Είναι τρελό, αλλά ακόμη κι ο τραυματίας εύζωνας, ακόμη και ο χωρίς πόδια και χέρια, έκανε ένα κλικ μπροστά, ένα κλικ για μια γης γεμάτη πέτρες και άγονο χώμα… Ήταν όμως κομμάτι της γης που ορκίστηκαν ότι θα πάρουν. Το ‘χαν τάμα στους ήρωες του 1821, τους το ‘χαν τάξει με το που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλία, ότι θα νικήσουν αν χρειαστεί, ακόμη και τα κανόνια. Και τα νίκησαν. Κρατούσα λοιπόν στα χέρια μου ένα ηρωικά ταλαίπωρο Μάνλιχερ από εκείνα τα χέρια, το χάιδευα σαν να είχε ζωή ακόμη, μύριζα τα ξύλα του, ένιωσα ότι λερώθηκα κιόλας με τα εργοστασιακά του γράσα.

 

Η φαντασία είναι λύτρωση για έναν παραμυθά σαν εμένα, που μεγάλωσα με τον ηρωικό πιτσιρικά, τον δωδεκάχρονο εθελοντή των Βαλκανικών Πολέμων. Σήμερα, πόσο παράταιρα ακούγεται η λέξη ηρωισμός, η λέξη πατρίδα, άκαιρα ξεπερασμένη από καλοθελητές της μικρής προσπάθειας και των μεγάλων λόγων…

 

Στον επόμενο χώρο, ένα Σεντ Ετιέν οπλοπολυβόλο, από τα πρώτα σε χρήση στις αρχές του 20ού αιώνα, με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γεμιστήρα, που έμοιαζε περισσότερο με… κινηματογραφική ταινία παρά γεμιστήρα, καθήλωσε την προσοχή μου. Το πήρα στα χέρια μου, περιφρονώντας αρκετά οπλοπολυβόλα Bren, τα οποία είχα χρησιμοποιήσει και ο ίδιος πριν από 35 χρόνια. Εκνευριζόμουν αφάνταστα με τη γρήγορη υπερθέρμανση των καννών τους, γι’ αυτό και τα ξεπέρασα, πιάνοντας το βαρύ αλλά όμορφο Σεντ Ετιέν. Στον τοίχο, αραβίδες Μάνλιχερ και Μάουζερ, όπως και χοντροκομμένα τρίσφαιρα τυφέκια Λέμπελ περιμένουν τη ματιά και το ενδιαφέρον του επισκέπτη.

 

Στην περιοχή αυτή, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ατομικός οπλισμός πολλές φορές ήταν δευτερευούσης κατηγορίας, με δεδομένο ότι αφενός επρόκειτο για οχυρά (αμυντική αποκλειστικά διάταξη και βάρος στα πολυβόλα και το όποιο πυροβολικό), αφετέρου το βάρος της εθνικής άμυνας είχε πέσει εξαρχής στα αλβανικά σύνορα και είχαν μεταφερθεί ήδη από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τη ναζιστική εισβολή του Απριλίου του 1941 δυνάμεις και προσωπικό από τα ανατολικά στα δυτικά σύνορα. Tα Λέμπελ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα φτωχότερου εξοπλισμού.

 

Βέβαια, τα Λέμπελ είχαν και τη δυνατότητα να εκτοξεύουν αντιαρματικά βλήματα και με επιτυχία για τα δεδομένα της εποχής…

 

Ιστορίες & περηφάνια

 

Σε διπλανή αίθουσα, στεγάζονται ενθυμήματα από τον γερμανικό στρατό της εισβολής. Ατομικός οπλισμός, στολές στρατιωτών και αξιωματικών, εξαρτύσεις, φαγητοδοχεία εκστρατείας, κουβέρτες κ.λπ. Ένα δίδυμο πολυβόλο, το MD81, όπως μου εξήγησε, ήταν στη μέση της αίθουσας, με τις ρυτίδες της ηλικίας του, παγωμένο, να σημαδεύει την πόρτα.

 

Ήταν ο βασικός εξοπλισμός για πολυβόληση στα τρομερά Στούκας της Λουφτβάφε, και βρέθηκε από τον Μιχάλη σε περιοχή όπου κατέπεσε, βληθέν, το γερμανικό αεροπλάνο. Εντυπωσιάζει το sleeping bag ενός Γερμανού στρατηγού, αγορασθέν πριν από εβδομήντα πέντε χρόνια… από κατάστημα ειδών σπορ του Μονάχου…

 

Υπάρχουν και προπαγανδιστικές αφίσες του γερμανικού στρατού, όπως και σημαίες. Μια αφίσα γράφει -στα γερμανικά πάντα- «Δώσε ένα παιδί σου στον γερμανικό στρατό, στην πατρίδα» και προπαγανδίζει έτσι την εθελοντική κατάταξη εφήβων στον στρατό. Ζήτησα από τον Μιχάλη να φωτογραφηθεί στην αίθουσα αυτή – με μια δόση πικρού χιούμορ, σχεδόν άθελά μου, αλλά δεν μπορώ να φρενάρω τον εαυτό μου.

 

Αγρίεψε ο Πόντιος και είπε «Εγώ ρε, με Γερμανούς φωτογραφία δεν βγαίνω»…

 

Kαι προχωράμε, σκοντάφτοντας συνεχώς σε απίθανες εκπλήξεις. Ένας φορητός όλμος των 50 χιλιοστών, ναι των πενήντα και όχι των εξήντα που είχαμε εμείς στο πεζικό, πριν από 35 χρόνια, σε κατάσταση άμεσης χρήσης. Ένα… ελαφρύ, βαρύ οπλάκι, που όσοι ξέρουν θα ζήλευαν πολύ.

 

Και πιο κάτω, μας περιμένει μια ζωντανή ιστορία όπλων, κάτι που μας δείχνει την ψυχή που έχει το όπλο στα χέρια του πολεμιστή, ειδικά όταν αυτό ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την ελευθερία του.

 

Αναφέρομαι σε δύο προσωπικές ιστορίες πολεμιστών της εποχής. Στον δεκανέα Κωτοπούλη Ιωάννη από το Περιβόλιο Δομοκού, που γράφει σε ιδιόχειρο σημείωμα, το οποίο βρέθηκε ένθετο στο κοντάκι του Μάνλιχερ «29 Δεκεμβρίου 1940, αγαπητέ φίλε, αυτό το όπλο εάν πέσει εις τας χείρας σου να το φυλάττεις σαν τα μάτια σου, γιατί πρέπει να ξέρεις ότι πολέμησε…».

 

Λίγο καιρό μετά το σημείωμα, ο ήρωας δεκανέας Κωτοπούλης έπεφτε τιμημένα στο πεδίο της μάχης. Και η δεύτερη ιστορία αφορά το σημείωμα που βρέθηκε στο κοντάκι του Μάνλιχερ του Αντωνακάκη. Γράφει «το όπλο αυτό όποιος το πάρει να το καθαρίζει καλά, όπως και εγώ, Αντωνακάκης Γεώργιος Κάνδανος Σελίνου Χανίων Κρήτης».

 

Έτσι ακριβώς λοιπόν, ο Κρητίκαρος πολεμιστής νοιαζόταν για το όπλο του, που προφανώς ήταν κομμάτι της ψυχής του. Αυτός ο ήρωας ευτύχησε να ζήσει και να δει την Ελλάδα ελεύθερη, «φεύγοντας» πρόσφατα, πλήρης ημερών. Έξω έχει πια νυχτώσει. Ένα παγωμένο αεράκι, από την πλευρά του Ρούπελ, κάνει τα φύλλα της μουριάς να σκύβουν στο διάβα του.

 

Έχω βομβαρδιστεί επί ώρες με τα «θέλω» χιλιάδων πολεμιστών, κι από τις δυο μεριές των εμπολέμων. Τις εκάστοτε δύο μεριές. Μανάδες έχουμε εμείς, μανάδες και οι εχθροί μας. Η ειδοποιός διαφορά, όμως, είναι ότι εμείς πολεμούσαμε δίπλα στα σπίτια μας, δίπλα στους τάφους των προγόνων μας.

 

Με μια κόρη στις ΗΠΑ παντρεμένη και έναν γιο δάσκαλο κοντά του, ο Μιχάλης μπήκε για τα καλά στην ένατη δεκαετία μιας ζωής γεμάτης πάθος για δουλειά. «Δεν μπόρεσα να σπουδάσω, γιατί όταν πήγα φαντάρος στα 1952, είχα φάκελο, δεν είχα καλά φρονήματα», λέει με τη φωνή του άχρωμη.

 

Έτσι είναι, ρε Μιχάλη, έτσι, πολλά σ’ αυτόν τον τόπο έγιναν από ανθρώπους που δεν είχαν πιστοποιητικό. Η κόρη του… στο γραφείο του γερουσιαστή Δουκάκη, του παρά λίγα κλικ προέδρου των ΗΠΑ, και ο εγγονός του, ο συνονόματος Μιχάλης Τσαρτσίδης, φέτος τελειώνει τη Σχολή Ευελπίδων.

 

Ο Μιχάλης με κοιτάζει περήφανα, με μια περηφάνια που βγαίνει από το DNA του. Ο γιος του Πόντιου πρόσφυγα του 1922 και της ντόπιας Μακεδονίτισσας μάνας έκανε και κάνει αυτό που η ψυχή του προστάζει. Μακριά από τη γραφειοκρατία και με οδηγό το μεράκι.

 

Σ’ ευχαριστώ, Μιχάλη, που μου θύμισες το άρωμα των όπλων, αυτό που εμείς οι κυνηγοί φοράμε πάνω μας, από την πρώτη μέχρι την τελευταία έξοδο της ζωής μας.

 

Σωτήρης & Αθηνά Δημηροπούλου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Αθηνά Δημηροπούλου

 

 

Πηγή: ethnos.gr

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *